- ἐκτόνως
- ἐκ-τονόωbrace upimperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έκτονος — η, ο (AM ἔκτονος, ον) Ι. παράτονος, παράφωνος, ο έξω τού μουσικού τόνου, παράχορδος, φάλτσος 2. χαλαρός, άτονος, ξετεντωμένος ΙΙ. επίρρ. εκτόνως νεοελλ. άτονα, χαλαρά αρχ. έντονα, σφοδρά … Dictionary of Greek